Τότε που λέγαμε εμείς τα κάλαντα – Ωραίες αναμνήσεις
για τους λίγο μεγαλύτερους
Τότε που λέγαμε με τον φίλο μου τον Θανάση, τα κάλαντα
ΣΠΑΡΤΙΑ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ
Παραμονή Χριστουγέννων.
Τα κάλαντα είναι, ίσως, μια από τις πιο γλυκές
αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων γιατί εκτός του γεγονότος ότι αποτελούν ένα
σημαντικό κομμάτι των εορτών των Χριστουγέννων είναι το έθιμο που αφορά, όσο
κανένα άλλο, τα παιδιά.
Γιατί όπως και να το κάνουμε Χριστούγεννα χωρίς
κάλαντα δεν γίνονται.
Ξύπνημα νωρίς. Ντυνόμασταν ζεστά, φοράγαμε τα
σκουφάκια που μας είχε πλέξει η νόνα μας και αφού πίναμε γρήγορα γρήγορα το γάλα
μας πέρναμε το τρίγωνο μας και φεύγαμε
για να πούμε τα κάλαντα. Θέλαμε να είμαστε από τους πρώτους που θα χτυπάγαμε
την πόρτα. Ναι, κινδυνεύαμε να μην μας ανοίξουν πρωί πρωί, όμως αν θα ήμασταν
εμείς που θα κάναμε το ποδαρικό και θα περνάμε επαξίως τον καλύτερο μπουναμά.
Με τα κάλαντα εύχονται υγεία, χαρά, καλή σοδειά, και το σπίτι να ΄ναι στέρεο
και γερό, για να στεγάζει την ευτυχία και την προκοπή των κατοικούντων. Τα κάλαντα
εγώ τα τραγουδούσα καλά ,ο Θανάσης φάλτσος μουρμούριζε ,πάντως η σοδειά(η
είσπραξη ) καλή.
"Εντω
σπηλαίω τίκτεται, εν Βηθλεέμ τη πόλει..."
Οι χωριανοί μας καλοδέχονταν (γιος του δάσκαλου εγώ ,
γιος του Γραμματέα ο Θανάσης είχαμε "πρόσωπο") μόνο η κυρά Μαρία του
καπετάν * δεν μας επέτρεψε να μπούμε στο σπίτι "μην της λερώσουμε το
πάτωμα" από τις λάσπες που είχαμε στα παπούτσια μας. Γιατί και λάσπες
είχαμε στους δρόμους του χωριού μας και
τα κεράσματα ήταν καλοδεχούμενα, καθώς οι δραχμούλες (το μοναδικό μας χαρτζιλίκι).
Στο μαγαζί του Αντρογιαννη του Λορεντζατου μας ζητούσανε ( ο μακαρίτης ο
Σπύρος ο ταχυδρόμος κλπ ) να τους πούμε τα κάλαντα ,αλλά ήταν όλοι τόσο
μεθυσμένοι και δεν καταλαβαίναν τι λέγαμε ,αντί χρημάτων μας πρότειναν κρασάκι
και μεζέ, πράγμα που δεν δεχθήκαμε αφού κάτι τέτοιο ήταν απολύτως αδιανόητο για
δεκάχρονα την εποχή εκείνη ! Στα σπίτια λέγαμε μετά τα κάλαντα και τα ακόλουθα:
"σ' αυτό το σπίτι προήρθαμε πέτρα να μην ραΐσει και ο νοικοκύρης του
σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει " και μετά " κοίταξα στον ουρανό κι
είδα σταυρό στην μέση κι απ' όλα τα ονόματα το.... μου αρέσει " (λέγαμε το
όνομα του οικοδεσπότη, που αν ήταν και ναυτικός η οικοδέσποινα έδινε μεγάλο
φιλοδώρημα πχ πέντε δραχμές!)
Κι έπεφτε το χρήμα, ιδίως στα καπιτανόσπιτα.
Υπήρχαν και οι περίεργοι που δεν ήθελαν να τα
"πούμε".
Πάντως αυτό δεν συνέβαινε με τους φτωχούς που
καλοπλήρωναν ! Ο πιο κουβαρδάς ήταν ο μακαρίτης ο παπά Διονύσης ο Γαρμπής, η νόνα μου (λόγω
"θαυμασμού" στο βλαστάρι της οικογένειας) ,η σιόρα Κάτε η Πεταλούδη
και η Ερασμία Μεσολωρά και η Αλίκη και άλλοι που τώρα δεν θυμάμαι .
Στο τέλος της μέρας, η μάνα μου με ερεύνησε επιμελώς
και έτσι αναγκαστικώς της παρέδωσα και το τελευταίο φράγκο (που είχε απομείνει
μετά την αγορά των βόλων από το μαγαζί του Λάμπρου του Διλαλου) που μπήκε στον
κουμπαρά που θα άνοιγε την Πρωτοχρονιά.
Όταν ήμουνα παιδί θαύμαζα με τις ώρες τους μικρούς
γυάλινους βόλους των παιδικών μας παιχνιδιών. Περιεργαζόμουν πάντα ένα
καινούργιο βόλο στον ήλιο και απολάμβανα τα χρωματικά του παιχνιδίσματα. Πολύχρωμοι,
με περίτεχνα εσωτερικά σχέδια που στα μάτια των παιδιών αποκτούσαν παραμυθένιες
διαστάσεις.
Με αυτούς τους μικρούς πολύχρωμους βόλους, στους
χωμάτινους δρόμους στήνονταν ομάδες, αγώνες, πολύωρα παιχνίδια και ενίοτε
καυγάδες. Σημειώνεται ότι, οι βόλοι ήταν απαγορευμένο παίγνιο στο σχολείο την
εποχή εκείνη στο χωριό μας και μόλις άνοιγαν τα σχολεία, ο δάσκαλος έκανε
σωματική ερεύνα στους μαθητές και επέβαλε άμεση κατάσχεση με ξυλοδαρμό με βέργα
ελιάς που έφερνε στον δάσκαλο ,ο Σπύρος ο Δρακόπουλος ο σημερινός επιχειρηματίας
ψαράς, με την γνωστή ταβέρνα στον Κληματσιά.
Την ποιότητα της βέργας πρώτος εγώ δοκίμαζα
αναγκαστικά για παραδειγματισμό στα πόδια μου , από τον δάσκαλο πατέρα μου!
«χρόνια πολλά να χαίρεστε πάντα ευτυχισμένοι
σωματικώς και ψυχικώς να είστε πλουτισμένοι»
ΑΝΤΩΝΗΣ Π ΑΡΓΥΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου