Νίκος Καββαδίας
Γεννήθηκε στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας, στην Κίνα, από Κεφαλονίτες γονείς, και πέθανε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 1975 από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο πατέρας του ήταν έμπορος, τροφοδότης του τσαρικού στρατού.
Μεγάλωσε στον Πειραιά. Μαθητής του γυμνασίου ακόμα αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα σε περιοδικά. Δέκα εννιά χρονών μπαρκάρει ναύτης και δέκα χρόνια αργότερα θα πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή.
Το 1928 δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της "Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας" με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.
Το 1933 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο "Μαραμπού" με 19 ποιήματα που εντυπωσίασαν και έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό. Το 1934 η οικογένειά του μετακομίζει στην Αθήνα. Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με ειδικότητα ημιονηγού. Με τον πόλεμο έφυγε στην Αλβανία. Σ' αυτή την εποχή αναφέρονται τα αφηγήματά του "Στο άλογό μου" (1941) και "Του πολέμου" (1969). Κατά την κατοχή έμεινε στην Αθήνα και πήρε μέρος στην αντίσταση με το Κ.Κ.Ε. Το 1947 κυκλοφορεί η δεύτερη συλλογή του "Πούσι" με 14 ποιήματα.
Με τη λήξη του εμφυλίου μπαρκάρει και πάλι. Το 1954 εκδίδει τη "Βάρδια," ένα πεζογράφημα που έκανε εντύπωση. Στο μεταξύ ταξιδεύει διαρκώς. Το 1957 πεθαίνει στην Ιαπωνία ο αδερφός του Αργύρης. Το 1968 ταξιδεύει στην Κεφαλονιά μετά από 35 χρόνια.
Αγαπούσε ιδιαίτερα το θέατρο, είχε όμως αληθινό πάθος με τη ζωγραφική. Το 1973 επισκέπτεται τη Θεσσαλονίκη προσκαλεσμένος του πανεπιστημίου. Μετά δύο μήνες γράφει το ποίημα "Θεσσαλονίκη ΙΙ" και αργότερα το "Αντινομία", το "Fata Morgana" και επεξεργάζεται τα "Παραμύθια του Φιλίππου".
Μετά το θάνατό του εκδόθηκε η τρίτη του ποιητική συλλογή "Τραβέρσο" (1975) με 14 ποιήματα και 3 νανουρίσματα.
kuro siwo (Πούσι)
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.
Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου