FACEBOOK

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

ΤΟ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ, ΣΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ.

Μελέτη:

 ΤΟ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ, ΣΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ.

ΑΝΤΩΝΗΣ Π.ΑΡΓΥΡΟΣ
Δικηγόρος ΑΠ- Αν. Νομικός Σύμβουλος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ:
Με τη συνθήκη που υπογράφτηκε στις 17/29 Μαρτίου 1864, τα Επτάνησα πέρασαν οριστικά στην ελληνική κυριαρχία στις 21 Μαΐου. Επί των δασών των  Επτανήσων το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαιώματα κυριότητος, αφού κατά την Ένωση  μετά της Ελλάδος(1864) δεν έλαβε κανένα τέτοιο δικαίωμα , ούτε ως διάδοχος του «Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων»[1], το οποίο δεν είχε δημόσια κτήματα και μάλιστα  δάση στην ιδιοκτησία του, ούτε στη συνεχεία από  την  επιχωρίου (ή εγχώριο ή κοινή), περιουσία κάθε βησιου, δεδομένου ότι αύτη διενεμήθηκε μεταξύ των δήμων κάθε νησιού. Συνεπώς, δεν δύναται επί των δασών στην  Επτάνησο να έχει εφαρμογή το υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητος, που  θεσπίσθηκε από το β.δ. της 16.11.1836 "περί ιδιωτικών δασών".
Ι. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ:
1.1-Με τη συνθήκη των Παρισίων του 1815, η Επτάνησος αναγνωρίσθηκε ως ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος καλούμενο "Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων" περιήλθε υπό την «προστασία» της Αγγλίας.
Το νέο κράτος είχε Γενική Διοίκηση με έδρα την Κέρκυρα που έδρευε ο Άγγλος Αρμοστής  και τοπικές κυβερνήσεις σε κάθε νήσο, με επικεφαλής "έπαρχους" και "επαρχιακά συμβούλια" και σε κάθε νησί εκπρόσωπο-διοικητή του άγγλου αρμοστή .
Δηλαδή κάθε ένα νησί αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, αυτοτελή μονάδα[2] ομοσπονδιακού κράτους, η δε δημόσια περιουσία ανήκε κατά κυριότητα σε κάθε νήσο (δηλ. το τεκμήριο κυριότητας δεν ήταν, όπως είναι σήμερα, υπέρ του Δημοσίου), διοικούμενη από τους επιτόπιους άρχοντες, με υποχρέωση εισφοράς μέρους από τα αντίστοιχα εισοδήματα στο Γενικό Ταμείο της Ιονίου Πολιτείας.
Η περιουσία αυτή κάθε νήσου ονομαζόταν "επιχώρια" ή "εγχώρια" περιουσία[3]. Αυτά προκύπτουν από το "Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων" του έτους 1817[4], με το οποίο είχε «παραχωρηθεί»[5] στα Ιόνια νησιά πλήρης αυτοδιοίκηση. Κατ΄ εφαρμογή των αρχών του Συντάγματος του 1817 η από 11/8/1834 ΚΣΤ΄ «Πράξις της Γερουσίας» (Επίσημος Εφημερίς του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων αρ. 191 του έτους 1834), διέκρινε ρητά την επιχώριον οικονομία κάθε νήσου από τη γενική οικονομία του ομοσπονδιακού αυτού Κράτους (άρθρ. 5), καθόρισε τα έσοδα του δημοσίου ταμείου (αρ. 6) και αναγνώρισε την κυριότητα της τοπικής Διοίκησης κάθε νήσου στα μη ιδιωτικά κτήματα που βρίσκονταν σε αυτό. Από το Σύνταγμα λοιπόν της Ιονίου Πολιτείας του 1817 και από τις Πράξεις ΚΣΤ΄ της Ε΄ Γερουσίας (1834) και Ι΄ της Η΄ Γερουσίας (1845), που εκδόθηκαν με βάση αυτό, προκύπτει ότι όλα τα κτήματα, εφ΄όσον δεν υφίσταται επ΄αυτών κυριότητα κάποιο ιδιώτη ανήκουν στην επιχώριον ή εγχώριον περιουσίαν της κάθε νήσου.
Με βάση την υπ΄αρ 721/1991 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, «στα Επτάνησα, πριν από την ένωσή τους με την Ελλάδα, δεν υπήρχαν δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις ως ιδιοκτησία του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, ώστε να περιέλθουν κατά διαδοχή, με την ένωση το έτος 1864, στο Ελληνικό Δημόσιο… Έτσι, δημόσια κτήματα και μάλιστα δάση και δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, ως ιδιοκτησία του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, δεν υπήρχαν, ούτε προβλέπονται στο παραπάνω Σύνταγμα (του 1817)… Επομένως επί των δασών και δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων των Επτανήσων, το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαίωμα κυριότητας, αφού κατά την ένωση αυτών με την Ελλάδα ουδέν έλαβε, ούτε ως διάδοχο του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, το οποίο, όπως προαναφέρεται δεν είχε δημόσια κτήματα και μάλιστα δάση ή δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις στην ιδιοκτησία του, ούτε στη συνέχεια από την επιχώρια περιουσία, αφού αυτή διανεμήθηκε μεταξύ των δήμων κάθε νήσου (σσ. εκτός από τα Κύθηρα). Συνεπώς επί των δασών και δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων της Επτανήσου δεν δύναται να έχει εφαρμογή το υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας… Κατά συνέπεια των παραπάνω, προκειμένου περί δασών και δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων των Επτανήσων δεν αρκεί μόνη η από το Ελληνικό Δημόσιο επίκληση και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, απόδειξη της δασικής μορφής της διεκδικουμένης εκτάσεως προς θεμελίωση δικαιώματος κυριότητάς του επ΄αυτής, αλλά απαιτείται η επίκληση και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, απόδειξη της κτήσεως της κυριότητας από το Δημόσιο κατά έναν από τους τρόπους κτήσεως κυριότητας που προβλέπονται από τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα ή από τις 23-2-1946 από τον Αστικό Κώδικα ή από κάποιον ειδικό νόμο. Αφού λοιπόν στα Επτάνησα, τα Κύθηρα και Αντικύθηρα δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των ευρισκομένων σ΄αυτά δασών και δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων, έπεται ότι το Δημόσιο πρέπει να διαχειρίζεται ως δημόσια μόνον τα δάση και τις δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις για τις οποίες έχει νόμιμους τίτλους κυριότητας…»[6]
2.-Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε και μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (1864), με το νόμο ΡΝ/1866 "περί εισαγωγής εν Επτανήσω της εν τω λοιπώ Βασιλεία) ισχυούσης νομοθεσίας", ο οποίος (βλ. άρθρα 10-15) διατήρησε και αναγνώρισε ρητώς τις εγχώριες περιουσίες των Ιονίων νήσων και ανέθεσε απλώς τη διοίκηση τους (βλ. αρθρ. 11) σε επιτροπή, μέχρις ότου ιδιαίτερος νόμος για κάθε μέσο ρυθμίσει τη διανομή τους "κατά δήμους".
Πράγματι μετά το νόμο αυτό, εκδόθηκαν ιδιαίτεροι νόμοι για τα περισσότερα από τα Ιόνια νησιά με βάση τους οποίους οι εγχώριες περιουσίες αυτών διαλύθηκαν και διανεμήθηκαν κατά δήμους και επαρχίες ανάλογα με τον πληθυσμό τους, χωρίς όμως τα επί μέρους στοιχεία των περιουσιών αυτών να περιέλθουν στο Ελληνικό Δημόσιο.
Έτσι για τη Λευκάδα, Ζάκυνθο, Κεφαλληνία και Κέρκυρα, εκδόθηκαν, αντίστοιχα, οι νόμοι ΨΞβ" της 27.12.1878 - ΦΕΚ 2/1879 -, ΥΙΓ της 27.5.1871 - ΦΕΚ 24/1871 -ΨΓ της 9.11.1878-ΦΕΚ 64/1878 και ΑΦΓ της 28.5.1887 - ΦΕΚ 142/1887.
Ανάλογος όμως νόμος δεν εκδόθηκε για τα Κύθηρα, όπως και για την Ιθάκη και τους Παξούς, ίσως λόγω της περιωρισμένης εκτάσεως της εγχώριας περιουσίας των νήσων αυτών. (πρβλ ΣτΕ 1956/1986 ΣτΕ.ΑΡΜ/1987 (610), ΝΟΒ/1987 (419).
3.- Ουδεμία μνεία γίνεται περί περιουσίας του Κράτους στις παραπάνω συνθήκες της Επτανήσου Πολιτείας και μετέπειτα Ιονίου Κράτους, ώστε αυτή, μετά την δια της συνθήκης του Λονδίνου ένωση της Επτανήσου με το Ελληνικό Κράτος το έτος 1864, να περιέλθει κατά διαδοχή στο Ελληνικό Δημόσιο ενώ αντιθέτως στην συνθήκη της 4/16.6.1830 περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος γίνεται ειδική μνεία περί εκκλησιαστικών ή δημοσίων υπό το Οθωμανικό σύστημα ιδιοκτησιών οι οποίες θα ανήκουν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος[7].     
4.-Μετά την εισαγωγή από 1.7.1866 στις Ιόνιες νήσους της Ελληνικής Νομοθεσίας με τον ν. ΡΝ της 30.1.1866[8] (άρθρο 1 και 211 αυτού), από την οποία (ημερομηνία) έπαυσε η ισχύς της νομοθεσίας του Ιονίου Κράτους, η διοίκηση της περιουσίας καθεμίας νήσου (εγχωρίου) ανατέθηκε σε Επιτροπή, των εισοδημάτων από την περιουσία καθεμίας νήσου διανεμομένων στους Δήμους της αναλόγως του πληθυσμού καθεμίας (αρθρ. 10,11,13,14V.PN/1866).
Για τη διανομή δε της εγχώριας περιουσίας στην Κεφαλληνία μερίμνησε ακολούθως  ο ν.Ψ1/1878.
5.1- Άρθρο 37 Νόμου υπ' αριθ. 4280/2014: Τεκμήριο κυριότητας δημοσίου[9] :
Τα δάση[10] κατά τεκμήριο είναι δημόσια μέχρι της αναγνώρισης των ως ιδιωτικών. Το τεκμήριο τούτο της κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου ανάγεται στο σύστημα της οθωμανικής νομοθεσίας, και πηγάζει από τη Σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως (9.7,1832), τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου (6.6.1830 και 7.7.1830) και την από 28.3.1835 Ελληνοτουρκική Σύμβαση κυρίως δε από το Β.Δ. της 17.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών» με το οποίο, σε πλήρη αρμονία προς τα οριζόμενα στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, επιβάλλεται ο κατά τεκμήριο χαρακτηρισμός όλων των εκτάσεων που αποτελούν δάση ως δημοσίων. Το άνω τεκμήριο γίνεται παγίως δεκτό από τη νομολογία μέχρι σήμερα (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 701/78, 76/87, 426/87, 191/97, κ,α.). Παρόμοιο τεκμήριο ισχύει και για τις μεταγενέστερα απελευθερωθείσες «νέες χώρες» (ΑΠ 523/2000 αλλά και 956/90 που αναγνωρίζει ανάλογο τεκμήριο και για τα λειβάδια) εκτός από τα Ιόνια Νησιά, όπου για την απόδειξη της κυριότητας του Δημοσίου επί δάσους απαιτείται  επίκληση  και απόδειξη της κτήσεως του (Α.Π. 340/85)
 5.2.- Το άρθρο 62 του ν. 998/1979 αντικαταστάθηκε από το  άρθρο 37 του Νόμου υπ' αριθ. 4280 (ΦΕΚ Α 08/08/2014) ως εξής:
 « Περιβαλλοντική αναβάθμιση και ιδιωτική πολεοδόμηση - Βιώσιμη ανάπτυξη οικισμών Ρυθμίσεις δασικής νομοθεσίας και άλλες διατάξεις. :
«Βάρος απόδειξης - Ειδική αναγνώριση κατατμήσεων Επί των πάσης φύσεως αμφισβητήσεων ή διενέξεων ή δικών μεταξύ του Δημοσίου, είτε ως ενάγοντος είτε ως εναγομένου είτε ως αιτούντος είτε ως καθ` ου ή αίτηση, και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο προβάλλει ή αξιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή μη, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την παρ` αυτώ ύπαρξη του δικαιώματος του[11]. Κατ` εξαίρεση η διάταξη αυτή δεν ισχύει στις περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων….»
5.3.-Έχει κριθεί με την 929/2015 ΑΠ: «…επί των στην Επτάνησο Δασών, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή του υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, που θεσπίστηκε από το β.δ. της 16-11-1836 "περί ιδιωτικών δασών", με το άρθρο 1 σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 3 του οποίου αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των αποτελουσών δάση εκτάσεων, από την έναρξη της ισχύος του, με εξαίρεση τα δάση, τα οποία προ της ενάρξεως του απελευθερωτικού αγώνα ανήκουν σε ιδιώτες βάσει εγγράφου αποδείξεως της Τουρκικής Αρχής, ή σε ιδιωτικά χωριά, των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από την επί των Οικονομικών Γραμματεία, στην οποία έπρεπε να υποβληθούν εντός του έτους από τη δημοσίευση του β.δ. αυτού. Τούτο άλλωστε καθιερώθηκε νομοθετικώς με το άρθρο 62 παρ. 1 εδαφ. β` του Ν. 998/1979 "Περί προστασίας των δασών...", στο οποίο ορίζεται ότι: "Κατ` εξαίρεσιν η διάταξις της παρ. 1 εδαφ. α` του ίδιου άρθρου (που καθιερώνει τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των δασών και των εν γένει δασικών εκτάσεων) δεν ισχύει εις τας περιφερείας των Πρωτοδικείων των Ιονίων νήσων..." (Βλ και ΑΠ 2243/2014)
5.4.-Έχει κριθεί με την Απόφαση 1738/2012 Άρειου Πάγου ότι:. « προκειμένου περί Δασών και δασικών εκτάσεων  που  βρίσκονται  στα  Επτάνησα,  δεν  ισχύει,  σύμφωνα  με  όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου και έτσι η από το Δημόσιο επίκληση και σε περίπτωση αμφισβήτησης, απόδειξη της δασικής μορφής  της  διεκδικούμενης  έκτασης  ,δεν  αρκεί  προς  θεμελίωση δικαιώματος κυριότητας τούτου επ αυτής ,αλλά απαιτείται απόδειξη της κτήσης κυριότητας με έναν από τους προβλεπόμενους από τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα η από τον Αστικό Κώδικα [ μετά την 23-2-1946 ] τρόπους κτήσης κυριότητας. Για τους λόγους αυτούς απορρίπτεται η αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου ,για αναίρεση της υπ αριθμ 622/2009 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών».    
6.-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
6.1.-Το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαίωμα επί των δασών της Επτανήσου[12], διότι δεν έλαβε τίποτα από την επιχώριο περιουσία μετά την Ενωση αυτής και επομένως και εκ του λόγου αυτού δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω το από 16.11.1836 Β.Δ/γμα «περί ιδιωτικών δασών» και το εξ αυτού, κατά τα εκτεθέντα στην αρχή τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των δασών (βλ. και ΑΠ 340/1985 ΝοΒ 34, 76)[13].     
Σημειωτέον ότι η ως άνω εκτεθείσα ερμηνευτική άποψη περί μη ισχύος του τεκμηρίου κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των κειμένων στις Ιονίους νήσους δασών και εν γένει δασικών διατάξεων καθιερώθηκε και νομοθετικώς με το άρθρο 62§1 εδ. β` του ν.998 της 28/29.12.1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας», στο οποίο ορίζεται, ότι το κατά την παράγραφο 1 εδαφ. α` του εν λόγω άρθρου τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των δασών και εν γένει δασικών εκτάσεων[14] «δεν ισχύει στις περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των νομών Λέσβου, Σάμου, Χίου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων».
 Συνεπώς, προκειμένου περί δασών κειμένων στα Επτάνησα, μόνη η επίκληση και απόδειξη από το Δημόσιο της δασικής μορφής της διεκδικούμενης εκτάσεως δεν αρκεί να θεμελιώσει το δικαίωμα κυριότητας του επ`αυτής, αλλά πρέπει αυτό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να επικαλείται και σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδεικνύει ότι κατέστη κύριο με έναν από τους τρόπους κτήσεως κυριότητας που προβλέπεται από τον Ιόνιο Κώδικα ή τον Αστικό Κώδικα ή από ειδικούς νόμους (βλ.ΑΠ 340/1985.).     
6.2.-ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ:
Κατά το άρθρο 2063 του Ιόνιου Πολιτικού Κώδικα για την απόκτηση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται διακατοχή συνεχής, αδιάκοπη, ειρηνική, δημόσια, αναμφίβολη και επί λόγω κυριότητος.     
Από τα παραπάνω στοιχεία ο όρος «αναμφίβολη διακατοχή» ανταποκρίνεται προς τον χρησιμοποιούμενο σήμερα όρο της καλόπιστης νομής.
Κατά τα άρθρα 2,13,14 και 16 του περί διακρίσεως κτημάτων νόμου της 21.6.1837, ισχύοντος στις Ιονίους νήσους μετά την έκδοση του νόμου ΡΝ/1866 με το άρθρο 2 του οποίου καταργήθηκαν τα έχοντα το ίδιο αντικείμενο άρθρα 402-409 του Ιονίου Πολιτικού Κώδικα, δημόσια κτήματα είναι όσα ανήκουν στην Επικράτεια, όλα τα παρ` ιδιωτών ή κοινοτήτων, μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα και τα κτήματα των αποθανόντων ακλήρων ή εγκαταλελειμμένα από τους κληρονόμους, επί των οποίων δεν υπάρχουν αποδεδειγμένες απαιτήσεις άλλων και συνεπώς και τα αδέσποτα δάση και εν γένει δασικές εκτάσεις ανήκουν στο Δημόσιο.  (Βλ.541/2009 ΕΦ ΠΑΤΡ(ΑΧΑΝΟΜ 2010/166)   
Εκ των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι τα κατά την εισαγωγή του νόμου αυτού υπάρχοντα αδέσποτα περιήλθαν ex lege στο Δημόσιο στο οποίο περιέρχονται και τα εκάστοτε καθιστάμενα αδέσποτα ακίνητα (εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες) καθώς και εκείνα όσων οι ιδιοκτήτες αποβιώνουν χωρίς διαθήκη και κληρονόμους.    
 Με το άρθρο 44 Εισ.Ν.ΑΚ ο εν λόγω νόμος «περί διακρίσεως κτημάτων» καταργήθηκε, αντ` αυτού δε από της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα, ισχύει η αποδίδουσα όμοιο δίκαιο διάταξη του άρθρου 972 Α. Κ. με την οποία ορίζεται ότι τα «αδέσποτα ακίνητα καθώς και οι περιουσίες όσων αποβιώνουν χωρίς κληρονόμους ανήκουν στο δημόσιο».   
3/4/2017




[1] Με την συνθήκη των Παρισίων 5 Νοεμβρίου 1815, τα Επτάνησα αποτέλεσαν το αυτόνομο Ιονικό κράτος κάτω από την αποκλειστική προστασία της Μεγάλης Βρετανίας και μετονομάστηκαν σε Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων. Είχε προηγηθεί η « Επτάνησος Πολιτεία «(Ιταλικά: Repubblica Settinsulare), υπήρξε από τις 21 Μαρτίου 1800 έως τις 8 Ιουλίου 1807, ένα κρατίδιο υπό ρωσική και οθωμανική κυριαρχία.
[2] Βλ Παναγιώτης Χιώτης, σε «Ιστορία του Ιονίου Κράτους από της συστάσεως αυτού μέχρι ενώσεως (έτη 1815-1864)» , έκδοση βιβλιοπωλείο Νότη Καραβία, 1980.
[3]  Ο θεσμός διατηρείται σχεδόν ανέπαφος στα Κύθηρα βλ, την εξαιρετική γνωμοδότηση του ΝΣΚ 336/2000,οπου αναλύεται το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Δημοσίου στα Ιόνια νησιά και ιδίως στα Κύθηρα
[4] Με την οποία ανακηρύχθηκε και αναγνωρίσθηκε υπό την προστασία της Αγγλίας το ανεξάρτητο Ιόνιο Κράτος υπό το όνομα «Ηνωμένα Κράτη των Ιονίων Νήσων», διεπόμενο από το Σύνταγμα ή χάρτη του 1817 (Σύνταγμα Μαίτλανδ), κατά το οποίο κάθε νήσος, είχε ίδια εγχώρια τοπική Κυβέρνηση, αποτελούμενη από τον Έπαρχο και το Επαρχικό Συμβούλιο, η οποία (εγχώρια Κυβέρνηση κάθε νήσου) υπό την επίβλεψη του Άγγλου τοποτηρητή κάθε νήσου ασκούσε διοίκηση εν γένει στην νήσο και είχε την δημόσια Οικονομία και διαχείριση.
[5] Στην πραγματικότητα τελούσε υπό την αποικιακή διοίκηση του Βρετανού Αρμοστού.
[6] Βλ  ΚΑΙ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΝΣΚ 336/2000.
[8] Ο ΑΠ (απόφαση 61/1897 Τμ. Α` Θ Θ` 228) συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η μη ιδιωτική κτήση την οποία καθόρισε η Γ Πράξη της Η` Γερουσίας του 1845 στο άρθρο 18 ανήκει στην εγχώρια περιουσία κάθε νήσου (βλ. και γνωμοδότηση ΝΣΚ 197/67 - φύλλο 3ο).
[9] βλ ΑΠ 148/2016
[10] Τα δημόσια δάση αποτελούν δημόσια αγαθά και ανήκουν στη δημόσια κτήση είτε ως ιδιόχρηστα, όταν εξυπηρετούν τη δασολογική έρευνα και διδασκαλία, είτε ως κοινόχρηστα, όταν είναι ελεύθερη η χρήση τους από το κοινό. (ΣτΕ 805/2016)
[11] Βλ: ΑΠ 148/2016
[12] Βλ: Π. ΚΟΡΙΑΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΑΓΓΕΛΗ –« Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασικών κτημάτων μετά την ένωση των Ιονίων νήσων με την Ελλάδα. ΝΟΒ/1999 (1498).
[13] Βλ Μελέτη Πιερρινας Κοριατοπουλου-Αγγελή «Το ιδιοκτησιακό Καθεστώς των Δασικών Κτημάτων Μετά την Ένωση των Ιονίων Νήσων με την Ελλάδα» σε ΝοΒ 1999,σελ 1498-1503.
[14]ΒΛ .(αρ. 34/19990 Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, 1098/1992 του Εφετείου Πατρών και 151/2011 Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, 340/1985 Α.Π.)